Μεσαιωνική πόλη
Το νησί της Ρόδου, η νύμφη του θεού Ήλιου κατά την μυθολογία, βρίσκεται στο Ανατολικό Αιγαίο. Στο βορειότερο άκρο του νησιού δημιουργήθηκε το 408 π.Χ., από τον ολυμπιονίκη Δωριέα, γιο του Διαγόρα, η πόλη της Ρόδου. Πρόκειται για το «συνοικισμό» των τριών αρχαίων πόλεων του νησιού, της Καμείρου, της Ιαλυσού και της Λίνδου.
Η αρχαία πόλη χτίστηκε με βάση το Ιπποδάμειο ρυμοτομικό σύστημα με οδούς κάθετες μεταξύ τους και με υπόγειες, αποχετευτικές και υδρευτικές εγκαταστάσεις. Στην ακρόπολη, στο λόφο του Αγίου Στεφάνου, δέσποζε ο ναός του Πυθίου Απόλλωνος, το στάδιο και ο ναός του Διός Πολιέως και της Αθηνάς Πολιάδος. Μετά την ανεπιτυχή πολιορκία του Δημητρίου (302 π.Χ.), οι Ρόδιοι ανέθεσαν στο γλύπτη Χάρη την κατασκευή του Κολοσσού, ενός από τα επτά θαύματα του αρχαίου κόσμου. Με την εξαιρετική πολεοδομία της, τα εντυπωσιακά τείχη, την άνθιση της τέχνης και τον πλούτο της, η ελληνιστική Ρόδος υπήρξε μια από της λαμπρότερες πόλεις του αρχαίου ελληνικού κόσμου.
Με την άνοδο της Ρώμης, η Ρόδος έχασε την ανεξαρτησία της, αλλά διατήρησε την αίγλη της, ως σημαντικού κέντρου γραμμάτων και επιστημών, μέχρι το 42 π.Χ. Ήδη από τον 2ο αιώνα μ.Χ., αναπτύχθηκε μία δραστήρια χριστιανική κοινότητα. Σύμφωνα με την παράδοση, ο Απόστολος Παύλος δίδαξε και θεμελίωσε την καινούργια θρησκεία στο νησί. Τον 6ο αι. μ.Χ. περίπου η τεράστια ελληνιστική πόλη συρρικνώθηκε, γύρω από το μεγάλο λιμάνι, τη Βυζαντινή ακρόπολη, και το «Κάστρον». Οι χαράξεις των αρχαίων οδών διατηρήθηκαν (οδός Ιπποτών, Σωκράτους, Πυθαγόρα, Αγ. Φανουρίου κ.α.)
Η Ρόδος παρέμεινε τμήμα της βυζαντινής αυτοκρατορίας ως το 1309 μ.Χ. Τότε περιήλθε στα χέρια των Ιπποτών του τάγματος του Αγίου Ιωάννη της Ιερουσαλήμ. Η αναγέννηση της Ρόδου σε όλους τους τομείς, από το εμπόριο ως τις τέχνες και τα γράμματα, μέσω των σχέσεων με την Δυτική Ευρώπη, διήρκεσε 200 έτη περίπου. Το πρωτοβυζαντινό «Κάστρον» ονομάστηκε Κολλάκιο (Collachium) και περιλάμβανε το παλάτι του Μεγάλου Μαγίστρου, το ναό του Άγιου Ιωάννη, τα καταλύματα των «γλωσσών» των Ιπποτών, το Νοσοκομείο και το Οπλοστάσιο. Το μεγαλύτερο μέρος του οικισμού αποτελούσε η πόλη (Burgum). Ο σταδιακός εκσυγχρονισμός των οχυρώσεων, με εσωτερικά τείχη, πλατειά τάφρο, περίδρομο, επάλξεις και ανοίγματα για τόξα και σε ορισμένα σημεία προτείχισμα έγινε με βάση την δυτικοευρωπαϊκή αντίληψη μηχανικής και αρχιτεκτονικής. Η ροδιακή αρχιτεκτονική του 14ου αι. υιοθέτησε δυτικοευρωπαϊκά, υστερογοτθικά και αναγεννησιακά στοιχεία. Το υλικό δομής ήταν κατεξοχήν ο τοπικός πωρόλιθος.
Οι Οθωμανοί κατέκτησαν το νησί το 1522. Η Ρόδος μετατράπηκε σε επαρχιακή πόλη της οθωμανικής αυτοκρατορίας για τέσσερις περίπου αιώνες. Οι έλληνες κάτοικοι οργανώθηκαν σε οικιστικούς πυρήνες έξω από την μεσαιωνική πόλη, στα «μαράσια», ενώ οι κατοικίες των Ελλήνων και των Ιπποτών εντός των τειχών χρησιμοποιήθηκαν για την στέγαση του μουσουλμανικού πληθυσμού. Οι περισσότερες εκκλησίες της πόλης μετατράπηκαν σε τζαμιά, ενώ ανεγέρθηκαν νέα τεμένη, λουτρά και δημόσιες κρήνες. Το σύνολο των μεσαιωνικών οχυρώσεων της πόλης διατηρήθηκε σχεδόν ανέπαφο, με τακτικές επισκευές και συντήρηση.
Το 1912 η Ιταλία κατέλαβε την Ρόδο. Σε όλη την Ρόδο εκτεταμένες ανασκαφές αποκάλυψαν σημαντικά αρχαία μνημεία. Αναστηλώθηκαν τα κυριότερα μεσαιωνικά μνημεία, με αποκορύφωμα την ανακατασκευή του παλατιού του Μεγάλου Μαγίστρου και την ανέγερση του ναού του Αγίου Ιωάννη στο Μανδράκι της νέας πόλης, αντίγραφο του ναού του Αγίου Ιωάννη που καταστράφηκε το 1856 από έκρηξη. Με ιταλικό διάταγμα του 1929, η Μεσαιωνική πόλη της Ρόδου και τα κοιμητήρια γύρω από την τάφρο χαρακτηρίστηκαν ως «μνημειακή ζώνη». Η κήρυξη του συνόλου του ιστορικού οικισμού ως μνημείου αποτελεί πρωτοποριακή κίνηση στην ιστορία της σύγχρονης αρχιτεκτονικής
Το 1947, η Ρόδος και τα υπόλοιπα Δωδεκάνησα ενσωματώθηκαν επίσημα με την Ελλάδα. Το 1948 μεσαιωνικά και νεώτερα αρχιτεκτονικά μνημεία εντός και εκτός των τειχών χαρακτηρίστηκαν ως «ιστορικά διατηρητέα μνημεία». Το 1960, με υπουργική απόφαση, όλη η Μεσαιωνική πόλη της Ρόδου, με τα τείχη και την μνημειακή ζώνη γύρω από αυτά, κηρύχθηκε ιστορικό διατηρητέο μνημειακό συγκρότημα. Το 1988 ανακηρύχθηκε Πόλη Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς από την UNESCO. Το 1993 έγινε ιδρυτικό μέλος της Ένωσης των Πόλεων Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς.
Η Μεσαιωνική Πόλη της Ρόδου, χαρακτηρισμένη από το 1988 ως Μνημείο Πολιτιστικής και Αρχιτεκτονικής Κληρονομιάς από την UNESCO, είναι μια καλοδιατηρημένη πολιτεία στην οποία ζουν και εργάζονται περίπου 10.000 Ροδίτες.
Συγκεντρώνει το ενδιαφέρον όλων των επισκεπτών του νησιού και παρέχει τις καλύτερες υπηρεσίες στο χώρο του εμπορίου, της εστίασης και της διασκέδασης.
Επιβλητικά τείχη περιβάλλουν την πόλη και πέριξ των τειχών δεσπόζουν είσοδοι – πύλες της Ιπποτικής Περιόδου.
Τόσο ο περίδρομος των τειχών, όσο και η Τάφρος είναι επισκέψιμα, ενώ στην τάφρο λειτουργεί το Θέατρο «Μελίνα Μερκούρη» που φιλοξενεί πλήθος εκδηλώσεων στην διάρκεια του καλοκαιριού.
Εισερχόμενος ο επισκέπτης από την Πύλη Ελευθερίας προς τη Πλατεία Σύμης και τη πλατεία Αργυροκάστρου συναντά τα ερείπια το Μουσείο Νεοελληνικής Τέχνης, το Λαογραφικό Μουσείο, τη Παναγία του Κάστρου και το Αρχαιολογικό Μουσείο.
Στην επιβλητική και διάσημη «Οδό των Ιπποτών» βρίσκονται τα καταλύματα των διαφόρων εθνοτήτων των Ιπποτών του Αγίου Ιωάννη και στο τέρμα της υψώνεται το μεγαλοπρεπές Παλάτι του Μεγάλου Μαγίστρου.
Η εμπορική οδός Σωκράτους, η κεντρική αγορά της πόλης από τα αρχεία χρόνια, καταλήγει στη πλατεία Ιπποκράτους, το πλησιέστερο σημείο στη Θαλασσινή Πύλη, τη μεγαλύτερη και ωραιότερη πύλη της Ιπποτικής περιόδου.
Περιδιαβαίνοντας κανείς τη Μεσσαιωνική Πόλη θα θαυμάσει τα πάμπολλα σοκάκια της, τα μονάδικα μνημεία της και χώρους που φιλοξενούν εκδηλώσεις κοινωνικού και πολιτιστικού χαρακτήρα καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους.
Μια πόλη διαφορετική από τις άλλες που σε ταξιδεύει πίσω στο χρόνο με τρόπο μαγικό!
Πηγή: http://tourism.rhodes.gr/